- καπνίτης
- ὁ (Α καπνίτης)νεοελλ.ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρίααρχ.φρ. «καπνίτης λίθος» — καπνιαίος* λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίτης, (πρβλ. πισσ-ίτης, πυρ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
καπνόχορτο — το το φυτό καπνίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + χόρτο. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο τον Θεσσαλό] … Dictionary of Greek
κνυξ — κνύξ, ἡ (Α) το φυτό καπνίτης … Dictionary of Greek
ομφακίτης — ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, ίτιδος) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων μσν. αρχ. οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek